- υδραργυρίαση
- η, Νιατρ. επαγγελματική και, σπανιότερα, φαρμακευτική νόσος, που συνίσταται σε βραδεία δηλητηρίαση από υδράργυρο, αλλ. υδραργυρισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδράργυρος + -ίαση*. Η λ., στον λόγιο τ. ὑδραργυρίασις, μαρτυρείται από το 1839 στον Ιωάνν. Ορλάνδο].
Dictionary of Greek. 2013.